Ασβέστι

Ασβέστι
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 150 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρακώμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • известь — ж., впервые в Новгор. мин. (ХII в.), Новгор. I летоп. и др. (Срезн. I, 1038); заимств. из греч. ἄσβεστος неугасимый , с изменением под влиянием из (относительно этимологии см. Дильс, KZ 47, 203 и сл.; Кречмер, Glotta , 10, стр. 237). Ср. ср. греч …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ρουσμάς — ο, Ν μίγμα από ασβέστι και θειούχο αρσενικό που τό χρησιμοποιούσαν για αποτρίχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τουρκικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ασβέστης — ασβέστης, ο και ασβέστη, η και ασβέστι, το σώμα λευκό, που γίνεται με την καμίνευση των ασβεστόλιθων, το οποίο χρησιμοποιείται στην οικοδομική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβέστωμα — το, ατος η επίχριση με ασβέστι: Το ασβέστωμα των σπιτιών, των αυλών κτλ.είναι και απολύμανση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστάδικο — το το καμίνι όπου φτιάχνεται το ασβέστι ή το κατάστημα που αυτό πουλιέται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστόλακκος — ο λάκκος μέσα στον οποίο σβήνεται το ασβέστι: Έπεσε σ έναν ασβεστόλακκο και παρά λίγο να καεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστόλιθος — ο πέτρωμα από ασβεστίτη, τιτανόλιθος: Από τους ασβεστόλιθους γίνεται, με την καμίνευση, το ασβέστι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστόνερο — το νερό μέσα στο οποίο έχει διαλυθεί ασβέστι: Το ασβεστόνερο είναι τονωτικό για τα οστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβεστώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω επίχριση (τοίχου, πεζοδρομίου κτλ.) με ασβέστι: Ασβέστωσα φέτος τους κορμούς όλων των δέντρων του κήπου μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”